- ενενηντάρης
- οηλικίας ενενήντα ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενενηντάρης — ο θηλ. άρα και άρισσα που έχει ηλικία ή διάρκεια ενενήντα ετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενενηντάρα — ενενηντάρα, η και ενενηντάρισσα, η θηλ. του ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενενηντάχρονος — η, ο ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)